- ηλικιώνομαι
- γίνομαι ώριμος, μεγαλώνω. Μτχ. ηλικιωμένος γέρος: Είμαι αρκετά ηλικιωμένος για να ξαναπαντρευτώ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ηλικιώνομαι — και ηλικιούμαι (AM ἡλικιοῡμαι, όομαι) [ηλικία] 1. μεγαλώνω στα χρόνια, ανδρώνομαι, φθάνω σε ώριμη ηλικία, ωριμάζω 2. ενεργ. ηλικιώ και ηλικιώνω μεγαλώνω, ανατρέφω παιδιά! νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ηλικιωμένος, η, ο α) ο γέροντας, αυτός που… … Dictionary of Greek
ηλικίωσις — ἡλικίωσις, ἡ (Μ) [ηλικιώνομαι] η ηλικία του ενήλικου («τῆς γὰρ ἡλικιώσεως ἕβδομον ἦγεν ἔτος», Κ. Μανασσ.) … Dictionary of Greek
ηλικιούμαι — ἡλικιοῡμαι, όομαι (Α) βλ. ηλικιώνομαι … Dictionary of Greek
ωριμάζω — ωρίμασα, ωριμασμένος 1. σχετικά με καρπούς, γίνομαι ώριμος, γουρμάζω: Ωρίμασαν τα μήλα. 2. σχετικά με ανθρώπους, ηλικιώνομαι, φτάνω σε ηλικία γάμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)